σπορά

σπορά
σπορά, ᾶς, ἡ (s. σπείρω and two next entries; Aeschyl. et al.; ins, pap, LXX; TestSol 5:3 P; TestReub 2:8; Philo, Joseph., Just.; Tat. 11, 1; Ath. 22, 6 and R. 1 p. 48, 6) prim. ‘the activity of sowing’ and fig. ‘procreation’, then by metonymy ‘that which is sown’ (Eur., Andr. 637; pap; 1 Macc 10:30; Jos., Ant. 2, 306), whence it also comes to mean seed (SIG 826c, 15 [117 B.C.] μήτε σπορῶν μήτε καρπῶν; Herm. Wr. 13:2; PGM 1, 32; 13, 176), which is generally accepted for 1 Pt 1:23 (cp. θεοῦ σπορά Ps.-Callisth. 1, 10; 13), though ESelwyn, 1 Pt ’46, 307 prefers origin or sowing.—DELG s.v. σπείρω. M-M. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπορά — σπορά̱ , σπορά sowing fem nom/voc/acc dual σπορά̱ , σπορά sowing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σποράς scattered masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορᾷ — σπορά sowing fem dat sg (attic doric aeolic) σποράζω scatter fut ind mid 2nd sg (epic) σποράζω scatter fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • σπορά — η 1. σκόρπισμα των σπόρων στη γη για να βλαστήσουν, σπάρσιμο: Και στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια πολλοί γεωργοί προτιμούν τη γραμμική σπορά των σιτηρών. 2. εποχή της σποράς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπορᾶι — σπορᾷ , σπορά sowing fem dat sg (attic doric aeolic) σπορᾷ , σποράζω scatter fut ind mid 2nd sg (epic) σπορᾷ , σποράζω scatter fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπορᾶς — σπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) σπορᾶ̱ς , σποράζω scatter fut ind act 2nd sg (doric) σπορεύς sower masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράν — σπορά̱ν , σπορά sowing fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποράς — σπορά̱ς , σπορά sowing fem acc pl σποράς scattered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραῖς — σπορά sowing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραῖσιν — σπορά sowing fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σποραί — σπορά sowing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”